Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπίας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἥλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. λάμπω] … Dictionary of Greek
Λαμπίας — Λαμπίᾱς , Λαμπίας masc acc pl Λαμπίᾱς , Λαμπίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)